παραστίζω

παραστίζω
Α
1. σημειώνω στίγματα στα πλάγια, σημαδεύω με σημάδια στο πλάι
2. (για λογαριασμούς) δεν στίζω ακριβώς
3. (κατά τον Ησύχ.) «σημειῶ τὰ ὀνόματα τῶν παραβατῶν ἤ τῶν ἐλλειμματιῶν τῶν μὴ εἰς τὸ δικαστήριον ἐμφανιζομένων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + στίζω «χαράζω με στίγματα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραστιχθείς — παραστίζω prick aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστίζειν — παραστίζω prick pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστίζουσα — παραστίζω prick pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστίζων — παραστίζω prick pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεστιγμένος — η, ο βλ. παραστίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”