- παραστίζω
- Α1. σημειώνω στίγματα στα πλάγια, σημαδεύω με σημάδια στο πλάι2. (για λογαριασμούς) δεν στίζω ακριβώς3. (κατά τον Ησύχ.) «σημειῶ τὰ ὀνόματα τῶν παραβατῶν ἤ τῶν ἐλλειμματιῶν τῶν μὴ εἰς τὸ δικαστήριον ἐμφανιζομένων».[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + στίζω «χαράζω με στίγματα»].
Dictionary of Greek. 2013.